6/9/07

Τουρισμός στο Γαλατά.

Κάπως έτσι (;) ξεκίνησαν όλα...



Η δεκαετία του 70 ήταν η εποχή που ο τουρισμός άρχισε να κάνει αισθητή την παρουσία του στο Γαλατά.
Μέχρι τότε η λέξη τουρίστας ακουγόταν μάλλον σαν καλαμπούρι και όποιος αποφάσιζε να κάνει ένα ταξιδάκι, οι φίλοι του του κολλούσαν το παρατσούκλι “τουρίστ μενιδιάτ”.
Η άσχημη εικόνα του τουρίστα δεν ήταν εντελώς αδικαιολόγητη εκείνα τα χρόνια, αφού οι πρώτοι αλλοδαποί που μας επισκέφθηκαν ήταν κάτι λιγδιασμένοι τριχωτοί κοκαλιάρηδες με σακίδιο στην πλάτη, μόνιμα πεινασμένοι, που ρήμαζαν τα αμπέλια και τις συκιές, αφήνοντας νηστικές τις ακρίδες.
Χρήματα απ΄τον τουρισμό; Το αντίθετο θα έλεγα. Δεν τους έφταναν τα κεράσματα των φιλόξενων κατοίκων, έχωναν κρυφά και τις βρωμοχερούκλες τους στα μποστάνια οι αφιλότιμοι!

Χρόνο με το χρόνο όμως, τα πράγματα βελτιώθηκαν. Οι επόμενες γενιές τουριστών άρχισαν να αποδίδουν καρπούς, σαν τα σπαράγγια που θέλουν κάμποσα χρόνια καλλιέργειας μέχρι να βγουν στον πάγκο του μανάβη.
Έτσι λοιπόν τα ενοχλητικά ωτοστόπ των μοναχικών αλητοτουριστών παραχώρησαν τη θέση τους στα οργανωμένα γκρούπ με τσάρτερ αεροπλάνα, οι υπνόσακοι που γέμιζαν κάθε βράδυ τις παραλίες σαν φύκια αντικαταστάθηκαν από τα πρώτα ξενοδοχεία και τις πανσιόν και οι σκέτες γκρηκ σαλάτες που τις καταβρόχθιζαν με τεράστιες παπάρες άρχισαν να συνοδεύονται από τον θρυλικό μουζάκα, που στούμπωσε εκείνη την εποχή στομάχια και στομάχια αλλοδαπών, σαν ακρυλικός στόκος!

Πρώτος ο Πόρος απ΄ την πανέμορφη περιοχή μας άρχισε να δέχεται τα αλλεπάλληλα τουριστικά κύματα. Πρέπει να το παραδεχτούμε πως οι γείτονες μας έβγαλαν πρώτοι “τα κάστανα απ΄τη φωτιά” έτσι καθώς μεταβλήθηκαν μέσα σε λίγες σεζόν, από απλοί και ανέμελοι νησιώτες, σε δραστήριους τουριστικούς μπίζνεσμεν: Τα όμορφα γραφικά σπίτια τους μετατράπηκαν βιαστικά σε ενοικιαζόμενα δωμάτια με ντους. Τα ισόγεια της παραλίας μεταμορφώθηκαν σε “παραδοσιακές” ταβέρνες, ενώ οι αποθήκες οι στάβλοι και οι αχυρώνες διαμορφώθηκαν σε σουβενιρτζίδικα και γέμισαν πλαστικά τσολιαδάκια από την κίνα, εγχώριες κουδούνες μπροστοτράγων και μεταχειρισμένα καραγκούνικα σώβρακα σε μεγέθη μίντιουμ, λαρτζ και έξτρα λαρτζ.

Όταν επιτέλους όλα ήταν έτοιμα, το “Καμέλια” το “Πίνδος” το “Νεράιδα” κι όλα τ΄άλλα παλιά κι αξέχαστα καράβια της γραμμής, άρχισαν να ξεφορτώνουν τους αλλοδαπούς, ενώ παράλληλα άρχιζαν και τα βάσανα των Ποριωτών:
Χωρίς προηγούμενη πείρα, χωρίς γνώση του αντικείμενου και κυρίως χωρίς μια ξένη γλώσσα, πως να τα βγάλουν πέρα μ΄ όλους αυτούς τους απαιτητικούς ξενόφερτους; Οι Έλληνες όμως δεν κωλώνουμε σε τίποτα. Ότι δεν ήξεραν στα αγγλικά, τους τόλεγαν ελληνικά, προφέροντας μία μία τις λέξεις αργά και δυνατά, λες και έτσι θα το εμπέδωναν.
Και τι δεν ειπώθηκε αυτή τη χρυσή εποχή! Αθάνατα έμειναν το “αι ντοντ νοου μα την Παναγία” το “χάμπαρ γιού” ή το φοβερό “σιτ ντάουν κατάχαμα” που χρησιμοποιούσαν κατά κόρον τα καμάκια. Όσο για τα γκαρσόνια της παραλίας, αυτοί έδωσαν ρέστα! Ποιός δε θυμάται το “φις γουίθ πλόκαμς” όπως μετέφραζαν το δύστυχο χταπόδι, ή το σαγανάκι τυρί που αντί για “σαγκανάκι τσίς” το αναγραμμάτιζαν σε “σαγκανάκι σίτς” δηλαδή σαγανάκι σκατά και τους έκανε κι εντύπωση από πάνω, γιατί οι ξένοι αποφεύγανε αυτό το εξαίσιο έδεσμα, παρ΄ όλα τα αγνά υλικά του!

Έτσι προχωρούσαν τα πράγματα στον γαλάζιο Σαρωνικό και όταν επιτέλους ο Πόρος φράκαρε κάποια στιγμή απ΄ τους αλλοδαπούς, όσοι περίσσευαν πήραν τη βάρκα και πέρασαν απέναντι για να ανακαλύψουν το Γαλατά!.
Τότε άρχισαν και τα δικά μας βάσανα, που όπως αποδείχτηκε ήταν μεγαλύτερα απ΄ των Ποριωτών. Αγροτικό χωριό βλέπετε ο Γαλατάς, ο κόσμος του ήταν κλειστός και δύσπιστος σε κάθε τι ξενόφερτο. Κοίταζαν τους ξένους υποτιμητικά και το έπαιζαν βεντέτες. Εμείς θα εξυπηρετήσουμε αυτούς τους ξεβράκωτους που δεν ξέρουν μήτε λέξη απ΄τη γλώσσα μας; Εμείς που για να μαζέψουμε τις ελιές μας ξενιτεύουμε τα μισά Τρίκαλα για εργάτες και μας κάνουν και τεμενάδες από πάνω, θα καταδεχθούμε να τους πούμε γιές σερ και περάστε πλιτς;

Θυμάμαι χαρακτηριστικά μια απίθανη ιστορία ενός συμπαθέστατου γέρο καφετζή -μακαρίτη τώρα πιά- που είχε μαγαζί στην πλατεία: Μια μέρα ένα ζευγάρι αλλοδαπών ήρθε και κάθισε σε ένα απ΄ τα τραπεζάκια της παραλίας. Ο καφετζής τους παρακολουθούσε μέσα απ΄ το μαγαζί, φουντωμένος έτοιμος να εκραγεί απ΄ το κακό του. “Για δες τους κοπρίτες” μονολογούσε αγριεμένος “αντί νάρθουν μέσα να παραγγείλουν, περιμένουν να πάω εγώ έξω, γέρος άνθρωπος! Έ ρε ξύλο που τους χρειάζεται!”. Η ώρα περνούσε και κανείς δεν κουνιόταν απο τη θέση του, μέχρι που ο καφετζής ενέδωσε τελικά στις προτροπές των πρεφαδόρων του καφενείου που ήθελαν να κάνουν πλάκα και αποφάσισε να δώσει τόπο στην οργή και να πάει να πάρει την παραγγελία.
“Τι θέλετε;” τους ρώτησε απότομα, επιστρατεύοντας το πιό άγριο ύφος του.
“Του νες καφέ” απάντησαν ήρεμα οι ξένοι, που μάλλον το διασκέδαζαν.
“Αυτό τον κουνιστό;” Εξερράγη σαν ηφαίστειο ο καφεπώλης. “Και έχετε την απαίτηση να κάτσω να σας τον κουνήσω εγώ; Αν θέλετε τέτοιο καφέ, να ‘ρθείτε μέσα να τον κουνήσετε μόνοι σας!” Δήλωσε απειλητικά.
“Γουίθ μίλκ πλιζ” συμπλήρωσαν ατάραχοι οι ξένοι, που μάλλον ο διάολος τους είχε στείλει συστημένους στο συγκεκριμένο μαγαζί!
“Τι μου λένε; Με βρίζουν;” Ρώτησε έναν περαστικό, έτοιμος να τους επιτεθεί κατά μέτωπον.
“Θέλουν και γάλα”.
“Γάλα;” Ούρλιαξε ο Γαλατιώτης καφετζής και η κραυγή του τρόμαξε κάτι μισοκοιμισμένους γλάρους στο κατάρτι του “Αβέρωφ”. “Να τους πεις να περιμένουν να πάω ν΄ αρμέξω την κατσίκα!” Μούγκρισε αγανακτισμένος και αποχώρησε γυρίζοντας τους την πλάτη επιδεικτικά.
Οι ξένοι κάθισαν κι αυτοί για λίγο ακόμα μη μπορώντας να ερμηνεύσουν τα γέλια και τα χάχανα που ακουγόντουσαν από το βάθος του καφενείου. Ύστερα κούνησαν τους ώμους τους και τράβηξαν για τις βάρκες που οδηγούσαν στον Πόρο.

Κάπως έτσι ήταν το πρώτο στάδιο προσαρμογής στη νέα κατάσταση εκείνα τα χρόνια. Το ερώτημα πάντως είναι, αν τα πράγματα βελτιώθηκαν από τότε μέχρι σήμερα, ή παρέμειναν στάσιμα; Καταλάβαμε άραγε την αναγκαιότητα του τουρισμού για την οικονομία του Γαλατά, και αν ναι, τι κάνουμε για να φέρουμε και να ξαναφέρουμε αυτούς τους ανθρώπους στον τόπο μας;
Δεν ξέρω τελικά αν είναι για γέλια ή για κλάματα το αληθινό αυτό περιστατικό του γέρο καφετζή που σας ανέφερα πιό πάνω, πάντως εδώ στην Ελλάδα, όλα τα σοβαρά πράγματα ξεκινάν από το στάδιο του γελοίου μέχρι να αντιληφθούμε στο τέλος την αξία τους και το αντίθετο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: